ἄγουσα

ἄγουσα
ἄγω
lead
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀγούσας — ἀγούσᾱς , ἄγω lead pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἀγούσᾱς , ἄγω lead pres part act fem gen sg (doric) ἀγούσᾱς , ἀγάω pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἀγούσᾱς , ἀγάω pres part act fem gen sg (epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγουσ' — ἄγουσα , ἄγω lead pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ἄγουσι , ἄγω lead pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἄγουσι , ἄγω lead pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἄγουσαι , ἄγω lead pres part… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ARMAMAXA — lecticae genus apud Persas, quô mulieres vehebantur. Maxim. Tyr. Serm. 34. θαυμάζεις τιάραν Μηδικην`, καὶ τράπεζαν βαρβαρικην`, καὶ Α῾ρμάμαξαν Περσικην´. Xenoph. l. 3. παιδ Α᾿ναβάντες ἐπὶ τᾶς Α῾ρμαμάξας συν` ταῖς γυναιξίν. Qu. Curtius, l. 3. c. 3 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CHELIODONISTAE — Χελιδονιςταὶ Hesychio, Theognidi Χελιδονίζοντες, Agyrtae apud Graecos dicebantur, qui hirundinem adesse nuntiabant. Canebant autem ostiatim cantilenam, cuius initium, Η᾿λθ᾿, ἦλθε χελιδὼν καλὰς ὥρας ἄγουσα καὶ καλοὺς ενιαυτοὺς, ἐπὶ γαςτέρα λευκὰ,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PASTAS — Graece Παςτὰς, quoque dicta est porticus ante Aedem, quae alias πρόδομος, πρόναος, προςτὰς, πρόςτοος, et in Templis Christianorum Νάρθηζ. Apollonius Argonauticῶν l. 1. καλῆς διὰ παςτάδος εἶσιν ἄγουσα. pro προδόμου διὰ ποιητοῖο, ut eum in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μονοήμερος — και μονήμερος, η, ο (ΑΜ μονοήμερος και μονήμερος, ον) αυτός που διαρκεί μία ημέρα ή αυτός που ζει μία ημέρα μσν. (για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε απόσταση μιας ημέρας αρχ. 1. αυτός που απαιτεί μία μέρα 2. αυτός που παραμένει για μία ημέρα 3.… …   Dictionary of Greek

  • ος — (I) η, ο (ΑΜ ὅς, ἥ, ὅ, Α αρσ. και ὃ) (αναφ. αντων.) 1. ο οποίος (α. «ο περί ου ο λόγος» αυτός για τον οποίο μιλάμε β. «φίλον θάλος, ὃν τέκον αὐτή», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «καθ ο», «καθ α» και, με συντμ., «καθό», «καθά» i) λόγω τού ότι ii) ακριβώς… …   Dictionary of Greek

  • τερατολογία — Η τ. έχει ως αντικείμενο τη μελέτη όλων των εξαιρετικών οργανικών διατάξεων, με τις οποίες κάποιο άτομο διακρίνεται από το πλήθος των ατόμων του ίδιου αυτού είδους. Οι εξαιρετικές αυτές διατάξεις είναι ανωμαλίες ή τερατομορφίες. Ανωμαλία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”